- υλοδρόμος
- -ον, Ααυτός που διατρέχει τα δάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλοδρόμος — wood ranging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοδρόμων — ὑλοδρόμος wood ranging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκη — ἡ, Α είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια εξαιτίας τών οποίων ονομαζόταν και ψύλλα, ορειβάτης, υλοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek